- γεωμετρικός τόπος
- Βλ. λ. γεωμετρία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τόπος — ο, ΝΜΑ 1. έκταση γης, μέρος (α. «τόπος προορισμού» β. «ὁ τόπος οὗτος Ἀρμενία καλεῑται», Ξεν.) 2. ορισμένη εδαφική περιοχή, συγκεκριμένη θέση (α. «ο τόπος τού μαρτυρίου» β. «ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν», ΚΔ) 3. ο χώρος που καταλαμβάνει ένα… … Dictionary of Greek
τόπος — ο 1. έκταση γης, μέρος, τοποθεσία: Άγονος τόπος. 2. ορισμένη περιοχή, χώρα, πατρίδα: Παπούτσι από τον τόπο σου, ας είν΄ και μπαλωμένο (παροιμία). 3. χώρος: Αυτό το μπαούλο έπιασε τον τόπο. 4. θέση: Κάθε πράμα στον τόπο του. 5. στα μαθηματικά… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υπερβολή — Είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων ενός επιπέδου, τα οποία έχουν σταθερή διαφορά αποστάσεων από δύο δοθέντα σημεία του επιπέδου (εστίες). Η υ. είναι κωνική καμπύλη, προέρχεται, δηλαδή, από την τομή ενός επιπέδου με έναν κώνο και παριστάνεται… … Dictionary of Greek
έλλειψη — Απουσία, ανυπαρξία· ανεπάρκεια, ατέλεια, ελάττωμα. Ο όρος έ. αναφέρεται σε ένα σχήμα λόγου, στο οποίο παραλείπονται μία ή περισσότερες λέξεις που εύκολα εννοεί ο ακροατής, με σκοπό να εκφραστεί συντομότερα ή πυκνότερα μια σκέψη. Αυτή η συντομία… … Dictionary of Greek
χώρος — Για τη στοιχειώδη γεωμετρία, χ. είναι μια αυτονόητη έννοια και αποτελείται από το περιβάλλον μέσα στο οποίο είναι δυνατόν να τοποθετηθούν νοερά τα άλλα, επίσης αυτονόητα, γεωμετρικά στοιχεία: σημεία, ευθείες, επίπεδα. Τα σύγχρονα όμως μαθηματικά… … Dictionary of Greek
ποδικός — ή, ό / ποδικός, ή, όν ΝΜΑ [πους, ποδός] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πόδι, ποδιαίος («ποδική αρτηρία») 2. φρ. α) «ποδική καμάρα» ανατ. η τοξοειδής διαμόρφωση τού πέλματος τού ποδιού, που αποτελεί προϋπόθεση για τη φυσιολογική… … Dictionary of Greek
αιθρία — Η ουρανοφάνεια που διαρκεί επί τουλάχιστον δύο ώρες και δημιουργείται από την απότομη μείωση της νέφωσης από το μέγιστο σημείο (10) της νεφικής κλίμακας (ουρανός νεφοσκεπής) στο σημείο 3 ή και χαμηλότερα (ουρανός καλυμμένος κατά το 1/4 ή και… … Dictionary of Greek
γεωμετρία — Η κατά λέξη σημασία του όρου (= μέτρηση της Γης) φανερώνει τις πρώτες αρχές του θεμελιώδους αυτού κλάδου των μαθηματικών. Το περιεχόμενο του όρου στην εξελικτική πορεία του κλάδου μέσα στους αιώνες διευρύνθηκε σε πλάτος και προχωρεί σε όλο και… … Dictionary of Greek
διάμετρος — Κάθε χορδή που περνά από το κέντρο ενός κύκλου ή μίας σφαίρας· το μήκος της είναι διπλάσιο από το μήκος της ακτίνας του κύκλου ή της σφαίρας. Ο ίδιος ορισμός δίνεται για οποιαδήποτε κωνική τομή με κέντρο (έλλειψη, υπερβολή). Προκειμένου για την… … Dictionary of Greek
διευθετώ — και διευθετίζω (AM διευθετῶ, έω Μ και διευθετίζω) [ευθετώ] τακτοποιώ, ταξινομώ, συγυρίζω νεοελλ. 1. εξομαλύνω τις υπάρχουσες διαφορές, διακανονίζω 2. (το θηλ. μτχ. ως ουσ.) η διευθετούσα ευθεία που ορίζεται ως γεωμετρικός τόπος σε κωνικές τομές … Dictionary of Greek